ουρανικός — ή, ό 1. (γραμμ.), το σύμφωνο που προφέρεται με τη βοήθεια του ουρανίσκου (κ, γ, χ), αλλ. ουρανισκόφωνο. 2. αυτός που ανήκει στον ουρανό, αλλ. ουράνιος, του ουρανού. 3. (χημ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στοιχείο ουράνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐρανικός — οὐρανίζω reach to heaven perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… … Dictionary of Greek
υπερωικός — ή, ό, Ν γραμμ. (για φθόγγο) ουρανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερώα. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
ԵՐԿՆԱՅԻՆ — (յնոյ, ոց. (լինի եւ երկնայինց).) NBH 1 0696 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c ա. οὑρανικός, οὑράνιος , ὅλυμπιος caelestis Որ ինչ յերկինս է, եւ սեպհական երկնից, երկնաւոր. երկնական. ( ի սուրբ գիրս ասի Երկնից, կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ουρανισκόφωνος — η, ο βλ. ουρανικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)