ουρανικός

ουρανικός
(I)
-ή, -ό
γραμμ. (για σύμφωνο) αυτός που προφέρεται με τον ουρανίσκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ν. Χατζιδάκι].
————————
(II)
-ή, -ό [ουράνιο]
χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο ουράνιο («ουρανικό οξύ»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ουρανικός — ή, ό 1. (γραμμ.), το σύμφωνο που προφέρεται με τη βοήθεια του ουρανίσκου (κ, γ, χ), αλλ. ουρανισκόφωνο. 2. αυτός που ανήκει στον ουρανό, αλλ. ουράνιος, του ουρανού. 3. (χημ.), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στοιχείο ουράνιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐρανικός — οὐρανίζω reach to heaven perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… …   Dictionary of Greek

  • υπερωικός — ή, ό, Ν γραμμ. (για φθόγγο) ουρανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερώα. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿՆԱՅԻՆ — (յնոյ, ոց. (լինի եւ երկնայինց).) NBH 1 0696 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c ա. οὑρανικός, οὑράνιος , ὅλυμπιος caelestis Որ ինչ յերկինս է, եւ սեպհական երկնից, երկնաւոր. երկնական. ( ի սուրբ գիրս ասի Երկնից, կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ουρανισκόφωνος — η, ο βλ. ουρανικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”